- όπη
- ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α)(επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις)1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια κατεύθυνση ή σε ποια κατεύθυνση («ἀμηχανῶ φροντίδος στερηθείς... ὅπᾳ τράπωμαι», Αισχύλ.)2. με ποιο τρόπο, πώς («ὅπῃ εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον μέλλει συνοίσειν», Λυσ.)3. με διάφορα μόρια, όπως π.χ. «ὅπῃ οὖν» ή «ὁπῃοῡν» ή «ὁπῃγοῡν» ή «ὁπῃτιοῡν» ή «ὅπη δή» ή «ὅπη ποτέ» ή «ὅπηπερ» κ.ά.με οποιαδήποτε κατεύθυνση ή με οποιονδήποτε τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. ὅπῃ έχει σχηματιστεί από το θ. *yο- τής αναφορικής αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτηματικό μόριο πῇ* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος, ὅπως < πῶς). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττική και ιωνική διάλεκτο, αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].
Dictionary of Greek. 2013.